Greek Meaning of climbed (aboard)
ανέβηκε (επιβαίνοντας)
Other Greek words related to ανέβηκε (επιβαίνοντας)
Nearest Words of climbed (aboard)
Definitions and Meaning of climbed (aboard) in English
climbed (aboard)
No definition found for this word.
FAQs About the word climbed (aboard)
ανέβηκε (επιβαίνοντας)
μπήκε,επιβιβάστηκε,επιβιβάστηκε,επιβιβάστηκαν,τοποθετημένος,εκπαιδευμένος
αποβιβάστηκε,καταγόμενος,αποβιβάστηκε,αποβάς,κατέβηκε,φωτισμένο,αναμμένος,alit,αποβιβάστηκε,κατέβηκε
climb (aboard) => Επιβιβάζομαι (επί), climaxes => κορυφώσεις, climaxed => κορυφώθηκε, climates => κλίματα, cliffs => Γκρεμοί,