Greek Meaning of lassoing
Λασοβόλημα
Other Greek words related to Λασοβόλημα
- σύλληψη
- Γλόβινγκ
- αρπάζοντας
- πάλη
- τρεμάμενος
- κάρφωμα
- σχοινί
- παγίδευση
- κολάρο
- περίφραξη
- εμπόδια
- λαθροθηρία
- αρπαγή
- κατανόηση
- συναρπαστικός
- σακούλιασμα
- γαύγισμα
- αλίευση
- σφίγγοντας
- συμπιέζοντας
- κράτηση
- μπουκάλα
- αποκτώντας
- αρπαγή
- εθιστικό
- προ(σ)γείωση
- υπνάκος
- δίχτυ
- ραπ
- προστασία
- κατάσχεση
- αντιμετώπιση
- καμπή
- στερέωση (ενεργοποίηση)
- αγκαλιά
- Εμποδίζοντας
- αρπάζω (κάποιον)
- απαγωγής
- μπλεγμένος
- σαγηνευτικός
- συναρπαστικός
- κατοχή
- αλληλοεμπλοκή
- σχίσιμο
- πάλη
- Εμπλοκή
- Ελκυστικό
- ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- αφαίρεση (μακριά ή μακριά)
Nearest Words of lassoing
- lassos => θηλιές
- last => τελευταίο
- last but not least => Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό
- last day => τελευταία ημέρα
- last frontier => Τελευταίο σύνορο
- last gasp => τελευταία πνοή
- last half => Δεύτερο ημίχρονο
- last hurrah => Τελευταίο αντάμωμα
- last in first out => Τελευταίος μέσα, πρώτος έξω
- last judgement => τελευταία κρίση
Definitions and Meaning of lassoing in English
lassoing (p. pr. & vb. n.)
of Lasso
FAQs About the word lassoing
Λασοβόλημα
of Lasso
σύλληψη,Γλόβινγκ,αρπάζοντας,πάλη,τρεμάμενος,κάρφωμα,σχοινί,παγίδευση,κολάρο,περίφραξη
απελευθερωτικό,χαμένος,εκφόρτωση,πτώση,απελευθερωτικός,χαλάρωση,Απελευθέρωση,απελευθέρωση
lassoed => λάσο, lasso => Λάσο, lasslorn => αποθαρρημένος, lassitude => Κόπωση, lassie => κορίτσι,