Greek Meaning of lassoing

Λασοβόλημα

Other Greek words related to Λασοβόλημα

Definitions and Meaning of lassoing in English

Webster

lassoing (p. pr. & vb. n.)

of Lasso

FAQs About the word lassoing

Λασοβόλημα

of Lasso

σύλληψη,Γλόβινγκ,αρπάζοντας,πάλη,τρεμάμενος,κάρφωμα,σχοινί,παγίδευση,κολάρο,περίφραξη

απελευθερωτικό,χαμένος,εκφόρτωση,πτώση,απελευθερωτικός,χαλάρωση,Απελευθέρωση,απελευθέρωση

lassoed => λάσο, lasso => Λάσο, lasslorn => αποθαρρημένος, lassitude => Κόπωση, lassie => κορίτσι,