Greek Meaning of entrapping

σαγηνευτικός

Other Greek words related to σαγηνευτικός

Definitions and Meaning of entrapping in English

Webster

entrapping (p. pr. & vb. n.)

of Entrap

FAQs About the word entrapping

σαγηνευτικός

of Entrap

μπερδέματος,παγίδευση,σύλληψη,Εμπλοκή,Ελκυστικό,μπλεγμένος,περιλαμβάνοντας,αλληλοεμπλοκή,δίχτυ,λαθροθηρία

αποσπώντας,αποσύνδεσης,ξεμπέρδεμα,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,ξεμπέρδεμα,εκκαθάριση,απελευθέρωση

entrapped => παγιδευμένος, entrapment => παγίδα, entrap => παγίδα, entrant, edge => συμμετέχων, άκρη, entrant => συμμετέχων,