Greek Meaning of interceding
μεσολάβηση
Other Greek words related to μεσολάβηση
Nearest Words of interceding
- intercellular => διακυτταρικός
- intercellular substance => εξωκυτταρική μήτρα
- intercentra => μεσοκοιλιόσπονδυλοι
- intercentral => Ενδιάμεσος
- intercentrum => μεσοσπονδύλιο
- intercept => υποκλέπτω
- intercepted => υποκλαπεί
- intercepter => αναχαιτιστής
- intercepting => παρακολούθηση
- interception => παρεμπόδιση
Definitions and Meaning of interceding in English
interceding (p. pr. & vb. n.)
of Intercede
FAQs About the word interceding
μεσολάβηση
of Intercede
παρεμβαίνων,παρεμβατικός,παρεμβάλλων,μεσολαβητικός,διαιτητικός,ενοχλητικός,ληστεία,μεσολαβώντας,ενοχλητικός,εισβάλλοντας
αποφυγή,αγνοώντας,έτοιμος,αγνοώντας,θέα,αποφεύγοντας,αποφυγή
interceder => μεσιτεύω, intercedent => μεσολαβητής, intercedence => μεσιτεία, interceded => μεσολάβησε, intercede => μεσολαβώ,