Greek Meaning of interceding

μεσολάβηση

Other Greek words related to μεσολάβηση

Definitions and Meaning of interceding in English

Webster

interceding (p. pr. & vb. n.)

of Intercede

FAQs About the word interceding

μεσολάβηση

of Intercede

παρεμβαίνων,παρεμβατικός,παρεμβάλλων,μεσολαβητικός,διαιτητικός,ενοχλητικός,ληστεία,μεσολαβώντας,ενοχλητικός,εισβάλλοντας

αποφυγή,αγνοώντας,έτοιμος,αγνοώντας,θέα,αποφεύγοντας,αποφυγή

interceder => μεσιτεύω, intercedent => μεσολαβητής, intercedence => μεσιτεία, interceded => μεσολάβησε, intercede => μεσολαβώ,