Greek Meaning of intercedence
μεσιτεία
Other Greek words related to μεσιτεία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intercedence
- interceded => μεσολάβησε
- intercede => μεσολαβώ
- intercavernous => σπηλαιώδης
- intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος
- intercarpal => διακαρπικός
- intercarotid => διακαρωτιδικός
- intercapitular vein => μεσοκεφαλική φλέβα
- intercalation => εμβόλιμο
- intercalating => διακείμενος
- intercalated => παρεμβατικός
Definitions and Meaning of intercedence in English
intercedence (n.)
The act of interceding; intercession; intervention.
FAQs About the word intercedence
μεσιτεία
The act of interceding; intercession; intervention.
No synonyms found.
No antonyms found.
interceded => μεσολάβησε, intercede => μεσολαβώ, intercavernous => σπηλαιώδης, intercartilaginous => μεσοχόνδριος, μεσοχόνδριος, intercarpal => διακαρπικός,