Greek Meaning of butting in
Επέμβαση
Other Greek words related to Επέμβαση
- παρεμβατικός
- ανοησίες
- σκουντούμπι
- Κατασκοπεία
- παρεμβαίνων
- ενοχλητικός
- ανάμειξη
- (μαλακία (περίπου ή γύρω))
- ενοχλητικός
- περίεργος
- εισβάλλω (μέσα)
- σφήνωση (μέσα)
- σκάλισμα (σε)
- καταπατητική
- φιολί
- αστείος
- παραβίαση
- μεσολάβηση
- παρεμβατικός
- ανάμειξη
- παρεμβάλλων
- εισβάλλοντας
- ρύγχος
- παίζοντας
- παραποίηση
- παράβαση
Nearest Words of butting in
- butting heads => συγκρούονται
- buttes => βουνοκορφές
- buttering up => Κολακεία
- buttered up => Βουτυρωμένο
- butted in => μπαίνει στη μέση
- butted heads => Στοιβάζονται
- butted (on or against) => χτύπησε (πάνω ή απέναντι)
- butt heads => συγκρούονται τα κεφάλια τους
- butt (on or against) => Ενάντια
- butlers => μπάτλερ
Definitions and Meaning of butting in in English
butting in
to meddle in someone else's business, to meddle in the affairs of others
FAQs About the word butting in
Επέμβαση
to meddle in someone else's business, to meddle in the affairs of others
παρεμβατικός,ανοησίες,σκουντούμπι,Κατασκοπεία,παρεμβαίνων,ενοχλητικός,ανάμειξη,(μαλακία (περίπου ή γύρω)),ενοχλητικός,περίεργος
αποφυγή,αγνοώντας,αποφεύγοντας,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,αποφυγή
butting heads => συγκρούονται, buttes => βουνοκορφές, buttering up => Κολακεία, buttered up => Βουτυρωμένο, butted in => μπαίνει στη μέση,