Greek Meaning of tampering
παραποίηση
Other Greek words related to παραποίηση
- καταπατητική
- φιολί
- αστείος
- παραβίαση
- παρεμβαίνων
- εισβάλλοντας
- πιθηκισμοί
- παίζοντας
- παράβαση
- εισβάλλω (μέσα)
- σφήνωση (μέσα)
- σκάλισμα (σε)
- μεσολάβηση
- παρεμβατικός
- παρεμβάλλων
- ενοχλητικός
- ανάμειξη
- ανοησίες
- περίεργος
- Κατασκοπεία
- Επέμβαση
- παρεμβατικός
- ανάμειξη
- (μαλακία (περίπου ή γύρω))
- ρύγχος
- ενοχλητικός
- σκουντούμπι
Nearest Words of tampering
Definitions and Meaning of tampering in English
tampering (n)
the act of altering something secretly or improperly
tampering (p. pr. & vb. n.)
of Tamper
FAQs About the word tampering
παραποίηση
the act of altering something secretly or improperlyof Tamper
καταπατητική,φιολί,αστείος,παραβίαση,παρεμβαίνων,εισβάλλοντας,πιθηκισμοί,παίζοντας,παράβαση,εισβάλλω (μέσα)
αποφυγή,αγνοώντας,αποφεύγοντας,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,αποφυγή
tamperer => παραχαράκτης, tampered => παραποιημένος, tampere => Τάμπερε, tamper => Παραποιώ, tampeon => Τάπα,