FAQs About the word tamperer

παραχαράκτης

One who tampers; one who deals unfairly.

ασχολούμαι με,κοροϊδεύω (κάποιον),πειράζω (κάποιον),παίζω με,πειράζω,(παίζω με),παραποιώ,παίζω (με),χειρίζομαι,πίθηκος (με)

No antonyms found.

tampered => παραποιημένος, tampere => Τάμπερε, tamper => Παραποιώ, tampeon => Τάπα, tamped => κτυπημένο,