FAQs About the word monkey (with)

πίθηκος (με)

to handle or play with (something) in a careless way

ασχολούμαι με,κοροϊδεύω (κάποιον),πειράζω (κάποιον),παίζω με,παραποιώ (με),πειράζω,(παίζω με),παραποιώ,παίζω (με),χειρίζομαι

No antonyms found.

monkey (around) => μαϊμού (γύρω), monitors => οθόνες, monitored => παρακολουθούμενος, monikers => ψευδώνυμα, monickers => παρατσούκλια,