Greek Meaning of monkeyish
πιθηκοειδής
Other Greek words related to πιθηκοειδής
- Τόξο
- δύστροπος
- ανυπάκουος
- αγενής
- διεφθαρμένος
- ξωτικό
- σκανταλιάρης
- ακατάλληλος
- αδάμαστος
- απατεώνας
- εκνευρισμένος
- διεστραμμένος
- σκανταλιάρης
- ατίθασος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανήσυχος
- πονηρός
- θορυβώδης
- ανεξέλεγκτο
- Ακυβέρνητος
- σκανδαλιάρης
- ατίθασος
- Άγρια
- εσκεμμένος
- εσφαλμένη
- πιθηκισμοί
- παιχνιδιάρικο
- αντίθετος
- προκλητικός
- ακατάστατη
- περιπλανώμενος
- κακός
- πεισματάρης
- αγενής
- Θρασύς
- απρεπής
- θρασύς
- αντάρτης
- σκανταλιάρης
- στασιαστικός
- άτακτος
- Θορυβώδης
- επαναστατημένος
- Αγενής
- κατεργάρης
- εγωιστής
- απρόσεκτος
- παραβαίνει
- αγενής
- αγενής
- άτακτος
- δυσμενής
- κακός
- εκούσιος
- κακός
- αγενής
- δυσάρεστος
- Αμαθής
- Κακότροπος
- αναίσθητος
- Κακός
- αγενής
- άσχημα
- συγκαταβατικός
- συμπεριφέρεται
- Καθαρός
- συμβατός
- Σωστό
- ευγενικός
- αξιοπρεπής
- θείος
- υπάκουος
- ηθικός
- ωραίο
- υπάκουος
- οργανωμένος
- ευγενικός
- κατάλληλος
- σεβαστός
- υποτακτικός
- στοχαστικός
- συμμορφούμενος
- ενήλικας
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- αγγελικός
- συμπεριφερόμενο
- χερουβικός
- προσεκτικός
- ευπρεπής
- υπάκουος
- καλόκαρδος
- ουράνιος
- παρακαλώ
- σεμνός
- ευχάριστος
- χειραγωγίσιμος
- αγγελικός
- υπάκουος
- διακριτικός
- Κυβερνήσιμος
- ευγενικός
- Ώριμος
- προθυμος
- ενήλικας
Nearest Words of monkeyish
Definitions and Meaning of monkeyish in English
monkeyish
having the characteristics of a monkey
FAQs About the word monkeyish
πιθηκοειδής
having the characteristics of a monkey
Τόξο,δύστροπος,ανυπάκουος,αγενής,διεφθαρμένος,ξωτικό,σκανταλιάρης,ακατάλληλος,αδάμαστος,απατεώνας
συγκαταβατικός,συμπεριφέρεται,Καθαρός,συμβατός,Σωστό,ευγενικός,αξιοπρεπής,θείος,υπάκουος,ηθικός
monkeying (around) => αταξίες, monkeying => πιθηκισμοί, monkeyed (around) => Έκανε μαimuδιές, monkeyed => πιθηκίσιος, monkey (with) => πίθηκος (με),