Greek Meaning of ruffianly
κατεργάρης
Other Greek words related to κατεργάρης
- θορυβώδης
- καρναβάλι
- Παρατήρας
- αλητόσκυλο
- άτακτος
- θορυβώδης
- θορυβώδης
- θορυβώδης
- θορυβώδης
- εσκεμμένος
- καρναβαλική
- πλευστό
- θορυβώδης
- θορυβώδης
- αφρώδης
- ενθουσιώδης
- πεισματάρης
- κόλαση που ξεσηκώνεται
- παθιασμένος
- αδάμαστος
- κωμικός
- ζωηρός
- Θορυβώδης
- μαινόμενος
- ανυπότακτος
- γερός
- ατίθαση
- θορυβώδης
- Ζωηρός
- θυελλώδης
- στριγγός
- καταιγιστικός
- ταραγμένη
- ανεξέλεγκτο
- ανεξέλεγκτος
- αδιάθετος
- Ακυβέρνητος
- απελευθερωμένος
- αδιαχειρίστη
- Ανέκφραστος
- ανεξέλεγκτος
- άτακτος
- Ζωντανός
- θορυβώδης
- Άγρια
- εκούσιος
- αθυρόστομος
- Θορυβώδης
- ανθρακούχος
- με καλή διάθεση
- ουρλιαχτό
- θορυβώδης
- με το στόμα ανοιχτό
- θορυβώδης
- φωνάζω
- Κραυγή
- Ήρεμος
- συντεθειμένος
- ευπρεπής
- αξιοπρεπής
- ατάραχος
- οργανωμένος
- ήρεμος
- κατάλληλος
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- πρέπουσα
- σιωπηλός
- νηφάλιος
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- σοβαρός
- συλλεγέν
- περιορισμένος
- ελεγχόμενος
- σιωπηλός
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- ανασταλμένος
- μέτριος
- σιωπηλός
- ειρηνικός
- φλεγματικός
- ήσυχος
- λογικός
- καταπιεσμένος
- Γαλήνιος
- σιωπηλός
- στωικός
- στωικός
- Απαθής
- ήρεμος
- εύκρατο
- ήρεμος
- ατάραχος
- ατάραχος
- απόμακρος
- καταθλιπτικός
- αποσπασμένος
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
Nearest Words of ruffianly
Definitions and Meaning of ruffianly in English
ruffianly (s)
violent and lawless
ruffianly (a.)
Like a ruffian; bold in crimes; characteristic of a ruffian; violent; brutal.
FAQs About the word ruffianly
κατεργάρης
violent and lawlessLike a ruffian; bold in crimes; characteristic of a ruffian; violent; brutal.
θορυβώδης,καρναβάλι,Παρατήρας,αλητόσκυλο,άτακτος,θορυβώδης,θορυβώδης,θορυβώδης,θορυβώδης,εσκεμμένος
Ήρεμος,συντεθειμένος,ευπρεπής,αξιοπρεπής,ατάραχος,οργανωμένος,ήρεμος,κατάλληλος,συγκρατημένος,σιωπηλός
ruffianlike => χούλιγκαν, ruffianism => χοντροκοπιά, ruffianish => αλήτης, ruffianage => χαφιεδισμός, ruffian => τραμπούκος,