Greek Meaning of loudmouthed

αθυρόστομος

Other Greek words related to αθυρόστομος

Definitions and Meaning of loudmouthed in English

loudmouthed

given to loud offensive talk

FAQs About the word loudmouthed

αθυρόστομος

given to loud offensive talk

θορυβώδης,ειλικρινά,φωνητικός,κραυγαλέος,θορυβώδης,Θορυβώδης,θορυβώδης,γερός,θορυβώδης,οξύς

ήσυχος,σιωπηλός,ακόμα,Ήρεμος,σιωπηλός,σιωπηλός,σιωπηλός,ήρεμος

lotions => λοσιόν, lotharios => λοθάριοι, lost one's lunch => χάνω το μεσημεριανό μου, lost heart => αποκαρδιωμένος, lost ground => χάνω έδαφος,