FAQs About the word lotharios

λοθάριοι

a man whose chief interest is seducing women

εραστές,γυναικάδες,Καζανόβας,άσελγοι,Πουρές πατάτας,ζεν πρεμιέ ,σάτυροι,λύκοι,εραστές,Δον Ζουάν

No antonyms found.

lost one's lunch => χάνω το μεσημεριανό μου, lost heart => αποκαρδιωμένος, lost ground => χάνω έδαφος, lost (to) => έχασε (από), losing one's temper => Χάνομαι τα λογικά μου,