Greek Meaning of lechers
άσελγοι
Other Greek words related to άσελγοι
Nearest Words of lechers
- lectors => αναγνώστες
- lectures => διαλέξεις
- led off => που ηγήθηκε
- led on => οδήγησε
- led one down the garden path => παραπλανώ κάποιον να κάνει κάτι
- led one up the garden path => έβαλε κάποιον να τρέξει κυνήγι
- ledgers => καθολικά
- leeches => Βδέλλες
- leer (at) => κοιτάζω επίμονα
- leered (at) => κοίταζε με κακία
Definitions and Meaning of lechers in English
lechers
a man who engages in lechery
FAQs About the word lechers
άσελγοι
a man who engages in lechery
εραστές,γυναικάδες,Καζανόβας,Δον Ζουάν,λοθάριοι,Πουρές πατάτας,ζεν πρεμιέ ,σάτυροι,λύκοι,εραστές
No antonyms found.
leaving off => παύω, leaving (out) => φεύγοντας (έξω), leave-takings => αποχαιρετισμοί, leaves off => αφήνει , leaves (out) => αφήνει (έξω),