FAQs About the word lechers

άσελγοι

a man who engages in lechery

εραστές,γυναικάδες,Καζανόβας,Δον Ζουάν,λοθάριοι,Πουρές πατάτας,ζεν πρεμιέ ,σάτυροι,λύκοι,εραστές

No antonyms found.

leaving off => παύω, leaving (out) => φεύγοντας (έξω), leave-takings => αποχαιρετισμοί, leaves off => αφήνει , leaves (out) => αφήνει (έξω),