FAQs About the word womanizers

γυναικάδες

to pursue casual sexual relationships with multiple women, to make effeminate

Καζανόβας,άσελγοι,λοθάριοι,εραστές,ζεν πρεμιέ ,σάτυροι,λύκοι,Δον Ζουάν,Πουρές πατάτας,εραστές

No antonyms found.

womanized => θηλυπρεπής, womanhoods => Γυναικεία φύση, woman of letters => συγγραφέας, woman of easy virtue => γυναίκα ελαφρών ηθών, wolfs => λύκοι,