Greek Meaning of womanized
θηλυπρεπής
Other Greek words related to θηλυπρεπής
Nearest Words of womanized
- womanizers => γυναικάδες
- womanizing => γυναικάς
- women of easy virtue => Γυναίκες ελαφρών ηθών
- women of letters => Γυναίκες των γραμμάτων
- won (against) => έχασε (απέναντι)
- won (back) => κέρδισε (πίσω)
- won (over) => κέρδισε (πάνω)
- wonder (about) => αναρωτιέμαι για
- wonder drug => Θαυματουργό φάρμακο
- wonder drugs => θαυματουργά φάρμακα
Definitions and Meaning of womanized in English
womanized
to pursue casual sexual relationships with multiple women, to make effeminate
FAQs About the word womanized
θηλυπρεπής
to pursue casual sexual relationships with multiple women, to make effeminate
έπαιξε (γύρω),γάτες (γύρω),Απατημένος,συζευγμένο,ανόητα,φτιαγμένος,ζευγαρωμένοι,τα έκανε μαντάρα,έβλεπε,Βγήκε
No antonyms found.
womanhoods => Γυναικεία φύση, woman of letters => συγγραφέας, woman of easy virtue => γυναίκα ελαφρών ηθών, wolfs => λύκοι, wolfing => λύκος,