FAQs About the word womanized

θηλυπρεπής

to pursue casual sexual relationships with multiple women, to make effeminate

έπαιξε (γύρω),γάτες (γύρω),Απατημένος,συζευγμένο,ανόητα,φτιαγμένος,ζευγαρωμένοι,τα έκανε μαντάρα,έβλεπε,Βγήκε

No antonyms found.

womanhoods => Γυναικεία φύση, woman of letters => συγγραφέας, woman of easy virtue => γυναίκα ελαφρών ηθών, wolfs => λύκοι, wolfing => λύκος,