Greek Meaning of losing (to)

χάνω (από)

Other Greek words related to χάνω (από)

Definitions and Meaning of losing (to) in English

losing (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word losing (to)

χάνω (από)

παραιτούμαι,κατεβαίνω,βυθίζονται,πτώση,καταρρέων,αποτυχημένος,πλαταγίζοντας,αποτυχία,δίπλωμα,Πλύσιμο

κατάκτηση,ηττώμενος,κάνω κάτω,αποκτώντας,να μετακινούμαι,ανάπτυξη δεξιοτήτων,υπερνίκηση,κυρίαρχος,στάση,λήψη

loses (to) => χάνει (από), loses => χάνει, lose one's lunch => Χάνω το μεσημεριανό μου, lose one's heart (to) => ερωτεύομαι (κάποιον), lose one's cool => Απολέστε τον έλεγχο,