Greek Meaning of inhalation general anesthetic
Γενικό αναισθητικό εισπνοής
Other Greek words related to Γενικό αναισθητικό εισπνοής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of inhalation general anesthetic
- inhalation general anaesthetic => Γενική αναισθησία με εισπνοή
- inhalation anthrax => Άνθρακας από εισπνοή
- inhalation anesthetic => Αναισθητικό εισπνοής
- inhalation anesthesia => Ενδοφλέβια αναισθησία
- inhalation anaesthetic => Αναισθητικό εισπνοής
- inhalation => εισπνοή
- inhalant => Αερόλυμα
- inhabitress => κάτοικος
- inhabitiveness => κατοικησιμότητα
- inhabiting => κατοικών
Definitions and Meaning of inhalation general anesthetic in English
inhalation general anesthetic (n)
a gas that produces general anesthesia when inhaled
FAQs About the word inhalation general anesthetic
Γενικό αναισθητικό εισπνοής
a gas that produces general anesthesia when inhaled
No synonyms found.
No antonyms found.
inhalation general anaesthetic => Γενική αναισθησία με εισπνοή, inhalation anthrax => Άνθρακας από εισπνοή, inhalation anesthetic => Αναισθητικό εισπνοής, inhalation anesthesia => Ενδοφλέβια αναισθησία, inhalation anaesthetic => Αναισθητικό εισπνοής,