FAQs About the word peddling

πλανόδιος πωλητής

the act of selling goods for a livingof Peddle, Hawking; acting as a peddler., Petty; insignificant.

διανομή,γεράκι,λιανική,εμπορεύεται,βιαστικός,μάρκετινγκ,εμπορευματοποίηση,Εμπορικά προϊόντα,Εμπόριο (σε),πωλητές

No antonyms found.

peddlery => σαβούρα, peddler => Γυρολόγος, peddled => πωλούσε, peddle => πεντάλ, pedatifid => παλαμοειδής,