Greek Meaning of conversant

εξοικειωμένος

Other Greek words related to εξοικειωμένος

Definitions and Meaning of conversant in English

Wordnet

conversant (s)

(usually followed by `with') well informed about or knowing thoroughly

FAQs About the word conversant

εξοικειωμένος

(usually followed by `with') well informed about or knowing thoroughly

γνωστός,ενήμερος,γνώριμος,ενημερωμένος,με γνώσεις,πάνω,Ενημερωμένος,έμπειρος,Καλά ενημερωμένος,δίπλα δίπλα

εν αγνοία,Αναίσθητος,άγνωστο,απληροφόρητος,τυφλός,αναίσθητος,ανυποψίαστος,άγνωστος,απρόσεκτος (aprósektos),απρόσεκτος

conversancy => συνείδηση, conversance => Εξοικείωση, converging lens => Σύγκλιση φακός, converging => συγκλίνων, convergent thinking => Σύγκλιση,