Greek Meaning of conversant
εξοικειωμένος
Other Greek words related to εξοικειωμένος
Nearest Words of conversant
- conversation => συνομιλία
- conversation piece => Θέμα συζήτησης
- conversation stopper => Διακόπτης συνομιλίας
- conversational => συνομιλίας
- conversational partner => συνομιλητής
- conversationalist => συνομιλητής
- conversationally => συνομιλητικά
- conversationist => Συνομιλητής
- converse => συζητώ
- conversely => αντιθέτως
Definitions and Meaning of conversant in English
conversant (s)
(usually followed by `with') well informed about or knowing thoroughly
FAQs About the word conversant
εξοικειωμένος
(usually followed by `with') well informed about or knowing thoroughly
γνωστός,ενήμερος,γνώριμος,ενημερωμένος,με γνώσεις,πάνω,Ενημερωμένος,έμπειρος,Καλά ενημερωμένος,δίπλα δίπλα
εν αγνοία,Αναίσθητος,άγνωστο,απληροφόρητος,τυφλός,αναίσθητος,ανυποψίαστος,άγνωστος,απρόσεκτος (aprósektos),απρόσεκτος
conversancy => συνείδηση, conversance => Εξοικείωση, converging lens => Σύγκλιση φακός, converging => συγκλίνων, convergent thinking => Σύγκλιση,