Greek Meaning of massing
συγκέντρωση
Other Greek words related to συγκέντρωση
Nearest Words of massing
Definitions and Meaning of massing in English
massing (p. pr. & vb. n.)
of Mass
FAQs About the word massing
συγκέντρωση
of Mass
συσσωρεύοντας,συσσωρεύοντας,συνάντηση,αυξανόμενος,Κατασκευή,συσσωμάτωση,συλλογή,συγκεντρώνοντας,συγκολλητικός,παρασυρμός
διασπείρω,διασκόρπιση,διαλυόμενος
massiness => Μαζικότητα, massine => Μασίν, massif central => Κεντρικό οροπέδιο, massif => ορεινός όγκος, massicotite => massicotite,