Greek Meaning of embargoing
Εμπάργκο
Other Greek words related to Εμπάργκο
- στερητικός
- εξαιρουμένων
- αποκλείωντας
- προληπτικός
- απαγόρευση
- αποκλεισμός
- έλεγχος
- κράσπεδο
- αποκλείοντας
- αποτρεπτικός
- Απαγορεύει
- αποθαρρυντικός
- ανακοπή
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- ακύρωση
- καταστολή
- Απορριπτικός
- καταπιεστικός
- αποποιούμενοι
- συγκρατημένος
- σιωπηρή
- στάση
- βάζω βέτο
- απαγορευτικό
- αποκλείοντας
- αποκλεισμός
- δαμάζοντας
- κατασταλτικός
- 除非
- Χαλινάρι
- συντριπτικός
- αποτρεπτικός
- Επιβάλλοντας
- απαγορευτικό
- εμποδίζοντας
- απαγορευτική
- εμποδίζοντας
- απαγόρευση
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- απαγορεύοντας
- Κατεβάζω
- περιορισμός (σε)
- σβήσιμο
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- επιτρέποντας
- Εγκριτικός
- εξουσιοδοτώντας
- επικύρωση
- αφήνοντας
- επιτρέποντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- πόνος
- υποκίνηση
- προελαύνοντας
- ενθαρρυντικός
- προώθηση
- περαιτέρω
- επικυρώνοντας
- αδειοδότηση
- υποστηρίζων
- εγγυημένος
- Καλλιεργώ
- προώθηση
- μόνιμος
- ρουλεμάν
- προσφορά
- brooking
- επιτακτικός
- ανθεκτικός
- θρεπτικός
- θρεπτικός
- ανεκτικός
- υποστηρίζοντας
- Χορήγηση άδειας
Nearest Words of embargoing
Definitions and Meaning of embargoing in English
embargoing (p. pr. & vb. n.)
of Embargo
FAQs About the word embargoing
Εμπάργκο
of Embargo
στερητικός,εξαιρουμένων,αποκλείωντας,προληπτικός,απαγόρευση,αποκλεισμός,έλεγχος,κράσπεδο,αποκλείοντας,αποτρεπτικός
επιτρέποντας,Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,επικύρωση,αφήνοντας,επιτρέποντας,επιβάλλων κυρώσεις,πόνος,υποκίνηση,προελαύνοντας
embargoes => Εμπάργκο, embargoed => υπό εμπάργκο, embargo => Εμπάργκο, embarge => εμπάργκο, embarcation => Επιβίβαση,