Greek Meaning of licensing

αδειοδότηση

Other Greek words related to αδειοδότηση

Definitions and Meaning of licensing in English

Webster

licensing (p. pr. & vb. n.)

of License

FAQs About the word licensing

αδειοδότηση

of License

επίδομα,επιτρέποντας,Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση,συγκατάθεση,παραχώρηση,αφήνοντας,άδεια,άδεια

απαγόρευση,Εμπάργκο,απαγόρευση,Απαγόρευση,βέτο,περιορισμός,Αναστολή,απαγορεύω,περιορισμός,απαγόρευση

licenser => ο χορηγός της άδειας, licensee => κάτοχος άδειας, licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια, licensed => αδειοδοτημένος, license tax => Άδεια κυκλοφορίας,