Greek Meaning of license plate
πινακίδα κυκλοφορίας
Other Greek words related to πινακίδα κυκλοφορίας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of license plate
- license number => αριθμός άδειας
- license fee => τέλη άδειας
- license => άδεια
- licensable => Πρόσφορο για άδεια
- licenced => αδειοδοτημένο
- licence => άδεια
- lice => ψείρες
- libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα
- libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα
- libyan islamic fighting group => Λιβυκή Ισλαμική Μαχητική Ομάδα
- license tax => Άδεια κυκλοφορίας
- licensed => αδειοδοτημένος
- licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια
- licensee => κάτοχος άδειας
- licenser => ο χορηγός της άδειας
- licensing => αδειοδότηση
- licensing agreement => συμφωνία αδειοδότησης
- licensing fee => τέλος άδειας
- licensure => Άδεια άσκησης επαγγέλματος
- licentiate => πτυχιούχος
Definitions and Meaning of license plate in English
license plate (n)
a plate mounted on the front and back of car and bearing the car's registration number
FAQs About the word license plate
πινακίδα κυκλοφορίας
a plate mounted on the front and back of car and bearing the car's registration number
No synonyms found.
No antonyms found.
license number => αριθμός άδειας, license fee => τέλη άδειας, license => άδεια, licensable => Πρόσφορο για άδεια, licenced => αδειοδοτημένο,