Greek Meaning of lice
ψείρες
Other Greek words related to ψείρες
- κλόουν
- σκύλος
- ποντίκι
- σκάντζοχοιρος
- Θηρίο
- βαλβίδα εξαέρωσης
- ενοχλητικός
- παχύδερμος
- αγενής
- μούγκο
- βάρβαρος
- μαλάκας
- γύπας
- CAD
- αγροίκος
- μπουσουλώ
- σκατά
- ψίχουλο
- μίγμα
- καταδότης
- φτέρνα
- κυνηγόσκυλο
- τζόκερ
- αναιδής
- ενόχληση
- χάπι
- Ερπετά
- σάπιος
- βρωμιά
- Τσίχλα
- αλήτης
- Φίδι
- ο τάδε
- χλοοτάπητας
- βρωμύλος
- χοίρος
- Βάτραχος
- βλαβερά ζώα
- Ζιζάνια
- κακός
- Μπαστάρδος
- ξεφτίλας
- καθίκι
- απατεώνας
- Γλίτσας
- κουτόφραγκος
- βάρβαρος
- Μπλόκχεντ
- Σούλα (Soula)
- σπηλαιάνθρωπος
- πω πω
- Ντανκ
- ναρκωτικό
- μπάχαλος
- θρασύς
- λαμόγιο
- απατεώνας
- κακούργος
- Νεάντερταλ
- nerd
- κόνιδα
- Παξιμάδι
- παράσιτο
- Τσαμπουκάς
- απατεώνας
- Τραχύς λαιμός
- άγριος
- κρούστα
- παλιόπαιδο
- schmo
- απόσπασμα
- σνομπ
- μούγκα
- Γαλοπούλα
- χυδαίος
- δυστυχής
- Φινκ του αρουραίου
- τεμπέλης
- Βρομιάρης
Nearest Words of lice
- libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα
- libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα
- libyan islamic fighting group => Λιβυκή Ισλαμική Μαχητική Ομάδα
- libyan fighting group => Λιβυκή μαχητική ομάδα
- libyan dirham => Λιβυκό δηνάριο
- libyan dinar => λιβυκό δηνάριο
- libyan desert => Λιβυκή έρημος
- libyan => Λίβυος
- libya => Λιβύη
- librium => Λίμπριουμ
- licence => άδεια
- licenced => αδειοδοτημένο
- licensable => Πρόσφορο για άδεια
- license => άδεια
- license fee => τέλη άδειας
- license number => αριθμός άδειας
- license plate => πινακίδα κυκλοφορίας
- license tax => Άδεια κυκλοφορίας
- licensed => αδειοδοτημένος
- licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια
Definitions and Meaning of lice in English
lice (n.)
pl. of Louse.
lice (pl.)
of Louse
FAQs About the word lice
ψείρες
pl. of Louse., of Louse
κλόουν,σκύλος,ποντίκι,σκάντζοχοιρος,Θηρίο,βαλβίδα εξαέρωσης,ενοχλητικός,παχύδερμος,αγενής,μούγκο
κύριος,ήρωας,κυρία,άγγελος,Ηρωίδα,είδωλο,Πρότυπο,Άγιος
libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα, libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα, libyan islamic fighting group => Λιβυκή Ισλαμική Μαχητική Ομάδα, libyan fighting group => Λιβυκή μαχητική ομάδα, libyan dirham => Λιβυκό δηνάριο,