Greek Meaning of license tax
Άδεια κυκλοφορίας
Other Greek words related to Άδεια κυκλοφορίας
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of license tax
- license plate => πινακίδα κυκλοφορίας
- license number => αριθμός άδειας
- license fee => τέλη άδειας
- license => άδεια
- licensable => Πρόσφορο για άδεια
- licenced => αδειοδοτημένο
- licence => άδεια
- lice => ψείρες
- libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα
- libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα
- licensed => αδειοδοτημένος
- licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια
- licensee => κάτοχος άδειας
- licenser => ο χορηγός της άδειας
- licensing => αδειοδότηση
- licensing agreement => συμφωνία αδειοδότησης
- licensing fee => τέλος άδειας
- licensure => Άδεια άσκησης επαγγέλματος
- licentiate => πτυχιούχος
- licentious => άσεμνος
Definitions and Meaning of license tax in English
license tax (n)
a fee paid to the government for the privilege of being licensed to do something (as selling liquor or practicing medicine)
FAQs About the word license tax
Άδεια κυκλοφορίας
a fee paid to the government for the privilege of being licensed to do something (as selling liquor or practicing medicine)
No synonyms found.
No antonyms found.
license plate => πινακίδα κυκλοφορίας, license number => αριθμός άδειας, license fee => τέλη άδειας, license => άδεια, licensable => Πρόσφορο για άδεια,