Greek Meaning of licensable
Πρόσφορο για άδεια
Other Greek words related to Πρόσφορο για άδεια
Nearest Words of licensable
- licenced => αδειοδοτημένο
- licence => άδεια
- lice => ψείρες
- libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα
- libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα
- libyan islamic fighting group => Λιβυκή Ισλαμική Μαχητική Ομάδα
- libyan fighting group => Λιβυκή μαχητική ομάδα
- libyan dirham => Λιβυκό δηνάριο
- libyan dinar => λιβυκό δηνάριο
- libyan desert => Λιβυκή έρημος
- license => άδεια
- license fee => τέλη άδειας
- license number => αριθμός άδειας
- license plate => πινακίδα κυκλοφορίας
- license tax => Άδεια κυκλοφορίας
- licensed => αδειοδοτημένος
- licensed practical nurse => Νοσηλευτής πρακτικής άσκησης με άδεια
- licensee => κάτοχος άδειας
- licenser => ο χορηγός της άδειας
- licensing => αδειοδότηση
Definitions and Meaning of licensable in English
licensable (a.)
That can be licensed.
FAQs About the word licensable
Πρόσφορο για άδεια
That can be licensed.
εξουσιοδότηση,παραχώρηση,Άδεια,άδεια,επίδομα,κάθαρση,συγκατάθεση,επιχορήγηση,κυρώσεις,ένταλμα
άρνηση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,άρνηση,απόρριψη,ανάκληση,εξαίρεση,απαγόρευση,απαγόρευση,καταστολή
licenced => αδειοδοτημένο, licence => άδεια, lice => ψείρες, libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα, libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα,