Greek Meaning of licensable

Πρόσφορο για άδεια

Other Greek words related to Πρόσφορο για άδεια

Definitions and Meaning of licensable in English

Webster

licensable (a.)

That can be licensed.

FAQs About the word licensable

Πρόσφορο για άδεια

That can be licensed.

εξουσιοδότηση,παραχώρηση,Άδεια,άδεια,επίδομα,κάθαρση,συγκατάθεση,επιχορήγηση,κυρώσεις,ένταλμα

άρνηση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,άρνηση,απόρριψη,ανάκληση,εξαίρεση,απαγόρευση,απαγόρευση,καταστολή

licenced => αδειοδοτημένο, licence => άδεια, lice => ψείρες, libyan monetary unit => Λιβυκή νομισματική μονάδα, libyan islamic group => Λιβυκή Ισλαμική Ομάδα,