Greek Meaning of certification
Πιστοποίηση
Other Greek words related to Πιστοποίηση
Nearest Words of certification
- certificating => βεβαιωτικό
- certificated => πιστοποιημένο
- certificate of indebtedness => πιστοποιητικό οφειλής
- certificate of incorporation => Πιστοποιητικό Σύστασης / Ιδρύσεως
- certificate of deposit => Πιστοποιητικό κατάθεσης
- certificate => πιστοποιητικό
- certifiable => πιστοποιήσιμο
- certhiidae => Δενδροτρήχες
- certhia familiaris => Δεντροτσοπανάκος
- certhia americana => Αμερικανική δρυοκολάπτης
- certificatory => πιστοποιητικό
- certified => πιστοποιημένο
- certified check => Πιστοποιημένη επιταγή
- certified cheque => Πιστοποιημένη επιταγή
- certified milk => Πιστοποιημένο γάλα
- certified public accountant => Ορκωτός ελεγκτής λογιστής
- certifier => Πιστοποιημένος
- certify => βεβαιώνω
- certifying => πιστοποίηση
- certiorari => σέρτιοράρι
Definitions and Meaning of certification in English
certification (n)
the act of certifying or bestowing a franchise on
confirmation that some fact or statement is true through the use of documentary evidence
a document attesting to the truth of certain stated facts
validating the authenticity of something or someone
certification (n.)
The act of certifying.
FAQs About the word certification
Πιστοποίηση
the act of certifying or bestowing a franchise on, confirmation that some fact or statement is true through the use of documentary evidence, a document attestin
πιστοποιητικό,δίπλωμα,έγγραφο,διαπιστευτήρια,όργανο,εγγραφή,ένταλμα,εγγύηση
No antonyms found.
certificating => βεβαιωτικό, certificated => πιστοποιημένο, certificate of indebtedness => πιστοποιητικό οφειλής, certificate of incorporation => Πιστοποιητικό Σύστασης / Ιδρύσεως, certificate of deposit => Πιστοποιητικό κατάθεσης,