Greek Meaning of certifier

Πιστοποιημένος

Other Greek words related to Πιστοποιημένος

Definitions and Meaning of certifier in English

Webster

certifier (n.)

One who certifies or assures.

FAQs About the word certifier

Πιστοποιημένος

One who certifies or assures.

Επιβεβαιώνω,βεβαιώνω,πιστοποιώ,εγγύηση,Μαρτυρώ,μάρτυρας,προτείνω,εγγυώμαι,εγγυώμαι,μέσος όρος

αρνούμαι,αποθαρρύνω,αποκλείω,εξαιρείς,εμποδίζω,εμποδίζω,αναστέλλω,αποτρέπω,σταματάω,απαγόρευση

certified public accountant => Ορκωτός ελεγκτής λογιστής, certified milk => Πιστοποιημένο γάλα, certified cheque => Πιστοποιημένη επιταγή, certified check => Πιστοποιημένη επιταγή, certified => πιστοποιημένο,