Greek Meaning of certifier
Πιστοποιημένος
Other Greek words related to Πιστοποιημένος
- αρνούμαι
- αποθαρρύνω
- αποκλείω
- εξαιρείς
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αποτρέπω
- σταματάω
- απαγόρευση
- μπάρα
- μπλοκ
- περιορίζω
- απαγορεύω
- επιτάσσω
- απαγορεύω
- απέχω
- εμποδίζω
- απαγορεύω
- αποκλείω
- Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
- στέρηση δικαιωμάτων
- απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα
- απαγορεύω
- παράνομος
- απαγορεύω
- βέτο
Nearest Words of certifier
- certified public accountant => Ορκωτός ελεγκτής λογιστής
- certified milk => Πιστοποιημένο γάλα
- certified cheque => Πιστοποιημένη επιταγή
- certified check => Πιστοποιημένη επιταγή
- certified => πιστοποιημένο
- certificatory => πιστοποιητικό
- certification => Πιστοποίηση
- certificating => βεβαιωτικό
- certificated => πιστοποιημένο
- certificate of indebtedness => πιστοποιητικό οφειλής
Definitions and Meaning of certifier in English
certifier (n.)
One who certifies or assures.
FAQs About the word certifier
Πιστοποιημένος
One who certifies or assures.
Επιβεβαιώνω,βεβαιώνω,πιστοποιώ,εγγύηση,Μαρτυρώ,μάρτυρας,προτείνω,εγγυώμαι,εγγυώμαι,μέσος όρος
αρνούμαι,αποθαρρύνω,αποκλείω,εξαιρείς,εμποδίζω,εμποδίζω,αναστέλλω,αποτρέπω,σταματάω,απαγόρευση
certified public accountant => Ορκωτός ελεγκτής λογιστής, certified milk => Πιστοποιημένο γάλα, certified cheque => Πιστοποιημένη επιταγή, certified check => Πιστοποιημένη επιταγή, certified => πιστοποιημένο,