Greek Meaning of permission
Άδεια
Other Greek words related to Άδεια
- εξουσιοδότηση
- συγκατάθεση
- παραχώρηση
- Πιστοποίηση
- επίδομα
- κάθαρση
- αφήνω
- άδεια
- άδεια
- άδεια
- κυρώσεις
- Υπογραφή
- ένταλμα
- αποδοχή
- συμφωνία
- συγκατάθεση
- Πιστοποίηση
- παραχώρηση
- Ανταγωνισμός
- επιχορήγηση
- πράσινο φως
- Αυθέντευση
- ελευθερία
- εντάξει
- περάσει
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- φώκια
- Γραμματόσημο
- δυστυχία
- ανεκτικότητα
Nearest Words of permission
Definitions and Meaning of permission in English
permission (n)
approval to do something
the act of giving a formal (usually written) authorization
permission (n.)
The act of permitting or allowing; formal consent; authorization; leave; license or liberty granted.
FAQs About the word permission
Άδεια
approval to do something, the act of giving a formal (usually written) authorizationThe act of permitting or allowing; formal consent; authorization; leave; lic
εξουσιοδότηση,συγκατάθεση,παραχώρηση,Πιστοποίηση,επίδομα,κάθαρση,αφήνω,άδεια,άδεια,άδεια
άρνηση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,άρνηση,απόρριψη,ανάκληση,εξαίρεση,απαγόρευση,απαγόρευση,καταστολή
permissibly => επιτρεπτά, permissible => επιτρεπτός, permissibility => επιτρεπτότητα, permiss => άδεια, permiscible => επιτρεπτό,