FAQs About the word permittee

κάτοχος άδειας

One to whom a permission or permit is given.

εκδοχέας,κάτοχος άδειας,υποψήφιος,εξουσιοδοτημένη οντότητα,πτυχιούχος,πράκτορας,διοριζόμενος,αντιπρόσωπος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής

No antonyms found.

permitted => επιτρεπτός, permittance => διηλεκτρική σταθερά, permit => άδεια, permistion => άδεια, permissiveness => επιτρεπτικότητα,