Greek Meaning of authorization
εξουσιοδότηση
Other Greek words related to εξουσιοδότηση
- συγκατάθεση
- Άδεια
- Πιστοποίηση
- επίδομα
- κάθαρση
- Ανταγωνισμός
- παραχώρηση
- αφήνω
- άδεια
- άδεια
- άδεια
- κυρώσεις
- Υπογραφή
- ένταλμα
- αποδοχή
- αποδοχή
- συμφωνία
- συγκατάθεση
- Πιστοποίηση
- παραχώρηση
- επιχορήγηση
- πράσινο φως
- Αυθέντευση
- ελευθερία
- εντάξει
- περάσει
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- φώκια
- Γραμματόσημο
- δυστυχία
- ανεκτικότητα
Nearest Words of authorization
- authorizable => εξουσιοδοτημένο
- authority figure => Αυθεντία
- authority => αυθεντία
- authorities => αρχές
- authoritatively => επίσημα
- authoritative => αυθεντικός
- authoritarianism => αυταρχισμός
- authoritarian state => Απολυταρχικό κράτος
- authoritarian regime => Αυταρχικό καθεστώς
- authoritarian => αυταρχικός
- authorize => εξουσιοδοτώ
- authorized => εξουσιοδοτημένος
- authorized shares => Εξουσιοδοτημένες μετοχές
- authorized stock => Εγκεκριμένο κεφάλαιο
- authorized version => Εξουσιοδοτημένη Έκδοση
- authorizer => ο εξουσιοδότης
- authorizing => εξουσιοδοτώντας
- authorless => ανώνυμο
- authorly => συγγραφικός
- author's name => όνομα συγγραφέα
Definitions and Meaning of authorization in English
authorization (n)
a document giving an official instruction or command
the power or right to give orders or make decisions
official permission or approval
the act of conferring legality or sanction or formal warrant
authorization (n.)
The act of giving authority or legal power; establishment by authority; sanction or warrant.
FAQs About the word authorization
εξουσιοδότηση
a document giving an official instruction or command, the power or right to give orders or make decisions, official permission or approval, the act of conferrin
συγκατάθεση,Άδεια,Πιστοποίηση,επίδομα,κάθαρση,Ανταγωνισμός,παραχώρηση,αφήνω,άδεια,άδεια
άρνηση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,άρνηση,απόρριψη,ανάκληση,εξαίρεση,απαγόρευση,απαγόρευση,καταστολή
authorizable => εξουσιοδοτημένο, authority figure => Αυθεντία, authority => αυθεντία, authorities => αρχές, authoritatively => επίσημα,