Greek Meaning of authorizer
ο εξουσιοδότης
Other Greek words related to ο εξουσιοδότης
- αρνούμαι
- απαγορεύω
- αποθαρρύνω
- αποκλείω
- εξαιρείς
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αποτρέπω
- απαγορεύω
- σταματάω
- απαγόρευση
- μπάρα
- μπλοκ
- περιορίζω
- επιτάσσω
- απαγορεύω
- απέχω
- εμποδίζω
- αποκλείω
- βέτο
- Αποκλεισμός από το δικηγορικό επάγγελμα
- στέρηση δικαιωμάτων
- απαλλάσσω από το εκλογικό δικαίωμα
- απαγορεύω
- παράνομος
- απαγορεύω
Nearest Words of authorizer
- authorized version => Εξουσιοδοτημένη Έκδοση
- authorized stock => Εγκεκριμένο κεφάλαιο
- authorized shares => Εξουσιοδοτημένες μετοχές
- authorized => εξουσιοδοτημένος
- authorize => εξουσιοδοτώ
- authorization => εξουσιοδότηση
- authorizable => εξουσιοδοτημένο
- authority figure => Αυθεντία
- authority => αυθεντία
- authorities => αρχές
Definitions and Meaning of authorizer in English
authorizer (n)
an authority who authorizes (people or actions)
authorizer (n.)
One who authorizes.
FAQs About the word authorizer
ο εξουσιοδότης
an authority who authorizes (people or actions)One who authorizes.
ενδυναμώνω,ενεργοποιήστε,επιτρέψω,εγκρίνω,βεβαιώνω,χάρτης,δικαιούμαι,επενδύσετε,άδεια,άδεια
αρνούμαι,απαγορεύω,αποθαρρύνω,αποκλείω,εξαιρείς,εμποδίζω,εμποδίζω,αναστέλλω,αποτρέπω,απαγορεύω
authorized version => Εξουσιοδοτημένη Έκδοση, authorized stock => Εγκεκριμένο κεφάλαιο, authorized shares => Εξουσιοδοτημένες μετοχές, authorized => εξουσιοδοτημένος, authorize => εξουσιοδοτώ,