FAQs About the word authorized version

Εξουσιοδοτημένη Έκδοση

an English translation of the Bible published in 1611

No synonyms found.

No antonyms found.

authorized stock => Εγκεκριμένο κεφάλαιο, authorized shares => Εξουσιοδοτημένες μετοχές, authorized => εξουσιοδοτημένος, authorize => εξουσιοδοτώ, authorization => εξουσιοδότηση,