Greek Meaning of autism
αυτισμός
Other Greek words related to αυτισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of autism
- authotype => Αυτοτυπία
- authorship => συγγραφή
- author's name => όνομα συγγραφέα
- authorly => συγγραφικός
- authorless => ανώνυμο
- authorizing => εξουσιοδοτώντας
- authorizer => ο εξουσιοδότης
- authorized version => Εξουσιοδοτημένη Έκδοση
- authorized stock => Εγκεκριμένο κεφάλαιο
- authorized shares => Εξουσιοδοτημένες μετοχές
- autistic => αυτιστικός
- auto => αυτόματα
- auto- => Αυτό-
- auto accessory => Αξεσουάρ αυτοκινήτου
- auto company => Αυτοκινητοβιομηχανία
- auto factory => Εργοστάσιο αυτοκινήτων
- auto limitation => αυτόματος περιορισμός
- auto loan => Δάνειο Αυτοκινήτου
- auto maker => κατασκευαστής αυτοκινήτων
- auto manufacturer => κατασκευαστής αυτοκινήτων
Definitions and Meaning of autism in English
autism (n)
(psychiatry) an abnormal absorption with the self; marked by communication disorders and short attention span and inability to treat others as people
FAQs About the word autism
αυτισμός
(psychiatry) an abnormal absorption with the self; marked by communication disorders and short attention span and inability to treat others as people
No synonyms found.
No antonyms found.
authotype => Αυτοτυπία, authorship => συγγραφή, author's name => όνομα συγγραφέα, authorly => συγγραφικός, authorless => ανώνυμο,