Greek Meaning of exclusion
εξαίρεση
Other Greek words related to εξαίρεση
Nearest Words of exclusion
- exclusion principle => αρχή αποκλεισμού
- exclusionary => αποκλειστικός
- exclusionary rule => Κανόνας αποκλεισμού
- exclusionism => αποκλειστικότητα
- exclusionist => αποκλειστικός
- exclusive => αποκλειστικός
- exclusive right => αποκλειστικό δικαίωμα
- exclusively => αποκλειστικά
- exclusivism => αποκλειστικότητα
- exclusivist => Αποκλειστικός
Definitions and Meaning of exclusion in English
exclusion (n)
the state of being excluded
the state of being excommunicated
a deliberate act of omission
the act of forcing out someone or something
exclusion (n.)
The act of excluding, or of shutting out, whether by thrusting out or by preventing admission; a debarring; rejection; prohibition; the state of being excluded.
The act of expelling or ejecting a fetus or an egg from the womb.
Thing emitted.
FAQs About the word exclusion
εξαίρεση
the state of being excluded, the state of being excommunicated, a deliberate act of omission, the act of forcing out someone or somethingThe act of excluding, o
εξορία,απόλυση,Οστρακισμός,απόρριψη,αγνοώ,Μαύρη μπάλα,Ψυχρή ανταπόκριση,φιλί αποχαιρετισμού,απόκρουση,απωθώ
αποδοχή,αγκαλιάζω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate),ζεστή χαιρετούρα,Με ανοιχτές αγκάλες,Ταπί α εισόδου
excluding => εξαιρουμένων, excluded => Εξαιρούμενος, exclude => εξαιρείς, exclave => Εξκλάβιο, exclamatory => θαυμαστικό,