Greek Meaning of exclusivism
αποκλειστικότητα
Other Greek words related to αποκλειστικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of exclusivism
- exclusively => αποκλειστικά
- exclusive right => αποκλειστικό δικαίωμα
- exclusive => αποκλειστικός
- exclusionist => αποκλειστικός
- exclusionism => αποκλειστικότητα
- exclusionary rule => Κανόνας αποκλεισμού
- exclusionary => αποκλειστικός
- exclusion principle => αρχή αποκλεισμού
- exclusion => εξαίρεση
- excluding => εξαιρουμένων
Definitions and Meaning of exclusivism in English
exclusivism (n.)
The act or practice of excluding being exclusive; exclusiveness.
FAQs About the word exclusivism
αποκλειστικότητα
The act or practice of excluding being exclusive; exclusiveness.
No synonyms found.
No antonyms found.
exclusively => αποκλειστικά, exclusive right => αποκλειστικό δικαίωμα, exclusive => αποκλειστικός, exclusionist => αποκλειστικός, exclusionism => αποκλειστικότητα,