FAQs About the word exclusivism

αποκλειστικότητα

The act or practice of excluding being exclusive; exclusiveness.

No synonyms found.

No antonyms found.

exclusively => αποκλειστικά, exclusive right => αποκλειστικό δικαίωμα, exclusive => αποκλειστικός, exclusionist => αποκλειστικός, exclusionism => αποκλειστικότητα,