Greek Meaning of embargoed

υπό εμπάργκο

Other Greek words related to υπό εμπάργκο

Definitions and Meaning of embargoed in English

Webster

embargoed (imp. & p. p.)

of Embargo

FAQs About the word embargoed

υπό εμπάργκο

of Embargo

στερημένος,Εξαιρούμενος,αποκλείω,αποκλείστηκε,εμπόδισε,επιλεγμένο,απαγορευμένος,απαγορεύεται,διακοπεί,απαγορευμένος

επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε,αφήνω,αδειοδοτημένος,επιτρεπτός,κυρώσεις,υπέφερε,προηγμένος

embargo => Εμπάργκο, embarge => εμπάργκο, embarcation => Επιβίβαση, embar => ντροπή, embankment => αντιστήριγμα,