Greek Meaning of squelching
καταπιεστικός
Other Greek words related to καταπιεστικός
- καταστολή
- καταπιεστικός
- δαμάζοντας
- κατασταλτικός
- συντριπτικός
- Καταστροφικός
- κατάσβεση
- υπερνίκηση
- ακύρωση
- σιωπηρή
- αποπνικτικός
- καθισμένος σε
- σύνθλιψη
- εξολοθρευτικός
- κατάκτηση
- αποδεκατισμός
- κατεδάφιση
- καταστροφικός
- κυρίαρχος
- κατάσβεση
- ραβδοσκοπία
- Διαγραφικός
- συντριπτικός
- συντριπτικός
- σκλήρυνση
- καταστροφική
- φανταστικός
- ασφυκτικός
- νικητής
- σπατάλη
- καταστρεπτικός
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- Κατεβάζω
- βάζω έξω
- χτύπημα προς τα κάτω
- σβήσιμο
- υποτάσσοντας
- εξάλειψη
Nearest Words of squelching
Definitions and Meaning of squelching in English
squelching
the act of suppressing, to emit a sucking sound, to splash through water, slush, or mire, silence, to fall or stamp on so as to crush, to completely suppress, a sound of or as if of semiliquid matter under suction, to emit or move with a sucking sound, a retort that silences an opponent, a remark that silences an opponent, to put an end to by force, to make or cause to make a sucking sound, a sound of or as if of a squishy substance under suction
FAQs About the word squelching
καταπιεστικός
the act of suppressing, to emit a sucking sound, to splash through water, slush, or mire, silence, to fall or stamp on so as to crush, to completely suppress, a
καταστολή,καταπιεστικός,δαμάζοντας,κατασταλτικός,συντριπτικός,Καταστροφικός,κατάσβεση,υπερνίκηση,ακύρωση,σιωπηρή
υποκίνηση,βοήθεια,βοήθεια,υποστήριξη,βοηθητικός,Ανάδευση,υποστηρίζων,προελαύνοντας,ενθαρρυντικός,υποδαυλίζοντας
squelches => καταπνίγει, squeezing off => πιέζω , squeezes => πιέζει, squeezed off => στριμμένο, squeezed => συμπιεσμένο,