Greek Meaning of strangleholds
στραγγαλισμούς
Other Greek words related to στραγγαλισμούς
- Αλμπατρος
- αναπηρίες
- υποχρεώσεις
- Αλμπατρος
- χρεώσεις
- μειονεκτήματα
- μειονεκτήματα
- αναπηρίες
- μυλόπετρα
- εμπόδια
- δυσκολίες
- Μειονεκτήματα
- μειονεκτήματα
- αστοχίες
- εμπόδια
- μειώσεις αξίας
- εμπόδια
- Παρεμβολές
- χειροπέδες
- ελλείψεις
- αρνητικά
- εμπόδια
- εμπόδια
- δεσμά
- ελλείψεις
- απεργίες
- δεσμοί
- Μπάρες
- σταματά
- πιάνει
- επιταγές
- Καλογρίδια
- κρίμπα
- Αμηχανία
- εμπόδια
- ας
- τρίβει
- περιουσιακά στοιχεία
- πλεονεκτήματα
- άκρες
- περιθώρια
- ευκαιρίες
- καλύτερη
- διαλείμματα
- εντολές
- στοιχεία ελέγχου
- σταγόνες
- πηδά
- υποψήφιοι πελάτες
- πλεονεκτήματα
- πλεονεκτήματα
- Προνόμια
- προνόμια
- αρχίζει
- υπεροχές
- πλεονεκτήματα
- το AIDS
- βοήθεια
- Κυριαρχίες
- υπεροχές
- καταγωγή
- βοήθεια
- προβάδισμα
- υπεροχές
- υπεροχές
- Υπερβάσεις
- πλεονέκτημα
Nearest Words of strangleholds
- strapped => δεμένος
- straps => ιμάντες
- strata => στρώματα
- stratagems => στρατηγήματα
- strategies => στρατηγικές
- strategize (about) => να σχεδιάσω στρατηγική (για)
- strategizing (about) => στρατηγική (σχετικά με)
- stratifications => Στρωματωσεις
- straw bosses => Προϊστάμενοι παραγωγής
- straw in the wind => άχυρο στον άνεμο
Definitions and Meaning of strangleholds in English
strangleholds
a force or influence that chokes or blocks freedom of development or expression, an illegal wrestling hold by which one's opponent is choked, a force or influence that chokes or suppresses freedom of movement or expression
FAQs About the word strangleholds
στραγγαλισμούς
a force or influence that chokes or blocks freedom of development or expression, an illegal wrestling hold by which one's opponent is choked, a force or influen
Αλμπατρος,αναπηρίες,υποχρεώσεις,Αλμπατρος,χρεώσεις,μειονεκτήματα,μειονεκτήματα,αναπηρίες,μυλόπετρα,εμπόδια
περιουσιακά στοιχεία,πλεονεκτήματα,άκρες,περιθώρια,ευκαιρίες,καλύτερη,διαλείμματα,εντολές,στοιχεία ελέγχου,σταγόνες
strangers => ξένοι, strands => κλώσματα, stranding => Προσάραξη, straitening => ίσιωμα, straitened => στενεμένος,