Greek Meaning of poliomyelitis
πολιομυελίτιδα
Other Greek words related to πολιομυελίτιδα
Nearest Words of poliomyelitis
Definitions and Meaning of poliomyelitis in English
poliomyelitis (n)
an acute viral disease marked by inflammation of nerve cells of the brain stem and spinal cord
FAQs About the word poliomyelitis
πολιομυελίτιδα
an acute viral disease marked by inflammation of nerve cells of the brain stem and spinal cord
Εγκεφαλική παράλυση,Σκλήρυνση κατά πλάκας,Παράλυση,παράλυση,αποδυνάμωση,αδυναμία,παρακμή,Αναπηρία,Αδυναμία,ημιπληγία
κινητικότητα,αίσθηση,κινητικότητα
polio => πολιομυελίτιδα, poling => κοντάρισμα, policy-making => χάραξη πολιτικής, policying => πολιτική, policyholder => λήπτης,