Greek Meaning of cerebral palsy
Εγκεφαλική παράλυση
Other Greek words related to Εγκεφαλική παράλυση
Nearest Words of cerebral palsy
- cerebral mantle => Εγκεφαλικός μανδύας
- cerebral hemorrhage => Εγκεφαλική αιμορραγία
- cerebral hemisphere => εγκεφαλικό ημισφαίριο
- cerebral edema => Εγκεφαλικό οίδημα
- cerebral death => Εγκεφαλικός θάνατος
- cerebral cortex => Φλοιός του εγκεφάλου
- cerebral artery => Εγκεφαλική αρτηρία
- cerebral aqueduct => υδραγωγός του εγκεφάλου
- cerebral aneurysm => Εγκεφαλικό ανεύρυσμα
- cerebral => εγκεφαλικός
Definitions and Meaning of cerebral palsy in English
cerebral palsy (n)
a loss or deficiency of motor control with involuntary spasms caused by permanent brain damage present at birth
FAQs About the word cerebral palsy
Εγκεφαλική παράλυση
a loss or deficiency of motor control with involuntary spasms caused by permanent brain damage present at birth
Σκλήρυνση κατά πλάκας,Παράλυση,παράλυση,πολιομυελίτιδα,αδυναμία,Αναπηρία,Αδυναμία,ανικανότητα,αποδυνάμωση,παρακμή
κινητικότητα,αίσθηση,κινητικότητα
cerebral mantle => Εγκεφαλικός μανδύας, cerebral hemorrhage => Εγκεφαλική αιμορραγία, cerebral hemisphere => εγκεφαλικό ημισφαίριο, cerebral edema => Εγκεφαλικό οίδημα, cerebral death => Εγκεφαλικός θάνατος,