Greek Meaning of cerebrally
εγκέφαλος
Other Greek words related to εγκέφαλος
- διανοούμενος
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- μπλε
- μορφωμένος
- μορφωμένος
- διανοουμενίστικος
- Διανοουμενίστικος
- διανοούμενος
- έξυπνος
- εγγράμματος
- μακρυμάλλης
- επιστημονικός
- αυγοκέφαλος
- σπασίκλας
- διανοουμενίστικος
- νερντάτος
- σπασίκλας
- ο βιβλιολάτρης
- έξυπνος
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- Έξυπνος
- Καλλιεργούμενος
- διδακτικός
- Ευρυμαθής
- μεταλλικός
- μαθημένος
- μεσαία τάξη
- πεダンτικός
- πολυμάθης
- καθηγητικός
- γρήγορος
- εκπαιδευμένος
- έξυπνος
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- Διαβασμένος
- χαι-χατ
- υπερδιανοούμενος
- μακριά μαλλιά
- Πολυμαθής
- πολυμαθής
Nearest Words of cerebrally
- cerebralist => εγκεφαλικός
- cerebralism => εγκεφαλισμός
- cerebral vein => εγκεφαλική φλέβα
- cerebral thrombosis => Εγκεφαλική θρόμβωση
- cerebral peduncle => Μοσχεύματα
- cerebral palsy => Εγκεφαλική παράλυση
- cerebral mantle => Εγκεφαλικός μανδύας
- cerebral hemorrhage => Εγκεφαλική αιμορραγία
- cerebral hemisphere => εγκεφαλικό ημισφαίριο
- cerebral edema => Εγκεφαλικό οίδημα
- cerebrate => εγκεφαλικός
- cerebration => Σκέψη
- cerebric => εγκεφαλικός
- cerebricity => εγκεφαλικότητα
- cerebriform => ο εγκέφαλος
- cerebrifugal => [κεντροφυγή](https://context.reverso.net/translation/english-greek/cerebrifugal)
- cerebrin => εγκέφαλος
- cerebripetal => ελκυστική του εγκεφάλου
- cerebritis => εγκεφαλίτιδα
- cerebroid => εγκεφαλοειδές
Definitions and Meaning of cerebrally in English
cerebrally (r)
in an intellectual manner
in the brain
FAQs About the word cerebrally
εγκέφαλος
in an intellectual manner, in the brain
διανοούμενος,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,μπλε,μορφωμένος,μορφωμένος,διανοουμενίστικος,Διανοουμενίστικος,διανοούμενος,έξυπνος
χυδαίος,αντιδιανοητικός,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,αντιδιανοούμενος,αναλφάβητος,φιλισταίος,αργός,Αμόρφωτος,Αγράμματος
cerebralist => εγκεφαλικός, cerebralism => εγκεφαλισμός, cerebral vein => εγκεφαλική φλέβα, cerebral thrombosis => Εγκεφαλική θρόμβωση, cerebral peduncle => Μοσχεύματα,