Greek Meaning of cerebricity
εγκεφαλικότητα
Other Greek words related to εγκεφαλικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cerebricity
- cerebriform => ο εγκέφαλος
- cerebrifugal => [κεντροφυγή](https://context.reverso.net/translation/english-greek/cerebrifugal)
- cerebrin => εγκέφαλος
- cerebripetal => ελκυστική του εγκεφάλου
- cerebritis => εγκεφαλίτιδα
- cerebroid => εγκεφαλοειδές
- cerebrology => Εγκεφαλολογία
- cerebromeningitis => Μηνιγγίτιδα
- cerebropathy => Εγκεφαλοπάθεια
- cerebroscopy => Αγγειογραφία εγκεφάλου
Definitions and Meaning of cerebricity in English
cerebricity (n.)
Brain power.
FAQs About the word cerebricity
εγκεφαλικότητα
Brain power.
No synonyms found.
No antonyms found.
cerebric => εγκεφαλικός, cerebration => Σκέψη, cerebrate => εγκεφαλικός, cerebrally => εγκέφαλος, cerebralist => εγκεφαλικός,