Greek Meaning of multipurpose
πολλαπλών χρήσεων
Other Greek words related to πολλαπλών χρήσεων
Nearest Words of multipurpose
- multiprogramming => πολυπρογραμματισμός
- multiprocessor => Πολυεπεξεργαστής
- multiprocessing => Πολυεπεξεργασία
- multipresent => πανταχού παρών
- multipresence => Πολλαπλή παρουσία
- multipotent => Πολυδύναμος
- multipolar => πολυπολικός
- multiplying => πολλαπλασιαστής
- multiply => πολλαπλασιάζω
- multiplier onion => κρεμμύδι πολλαπλασιασμού
Definitions and Meaning of multipurpose in English
multipurpose (s)
having multiple uses
FAQs About the word multipurpose
πολλαπλών χρήσεων
having multiple uses
προσαρμοστικός,ρυθμιζόμενος,ευέλικτος,γενικού σκοπού,καθολικός,Ευέλικτος,γενικής χρήσης,ευέλικτος,Μεικτής χρήσης,πλαστικό
περιορισμένος,ειδικευμένος,περιορισμένος
multiprogramming => πολυπρογραμματισμός, multiprocessor => Πολυεπεξεργαστής, multiprocessing => Πολυεπεξεργασία, multipresent => πανταχού παρών, multipresence => Πολλαπλή παρουσία,