Greek Meaning of all-purpose
γενικής χρήσης
Other Greek words related to γενικής χρήσης
Nearest Words of all-purpose
Definitions and Meaning of all-purpose in English
all-purpose (s)
not limited in use or function
FAQs About the word all-purpose
γενικής χρήσης
not limited in use or function
γενικός,γενικού σκοπού,απεριόριστος,ευέλικτος,καθολικός,πολλαπλών χρήσεων,ανειδίκευτος,απεριόριστος,μη εξειδικευμένος,αδιευκρίνιστο
περιορισμένος,ειδικευμένος,τεχνικός,περιορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,κατάλληλος,περιορισμένος,επιλεκτικός,οριοθετημένο
all-powerful => παντοδύναμος, all-possessed => παντοκρατορικός, alloying => κράμα, alloyed => κράμα, alloyage => κράμα,