Greek Meaning of unspecialized
μη εξειδικευμένος
Other Greek words related to μη εξειδικευμένος
Nearest Words of unspecialized
Definitions and Meaning of unspecialized in English
unspecialized (a)
not specialized or modified for a particular purpose or function
unspecialized (a.)
Not specialized; specifically (Biol.), not adapted, or set apart, for any particular purpose or function; as, an unspecialized unicellular organism.
FAQs About the word unspecialized
μη εξειδικευμένος
not specialized or modified for a particular purpose or functionNot specialized; specifically (Biol.), not adapted, or set apart, for any particular purpose or
γενικός,γενικού σκοπού,απεριόριστος,απεριόριστος,γενικής χρήσης,ευέλικτος,καθολικός,πολλαπλών χρήσεων,ανειδίκευτος,αδιευκρίνιστο
περιορισμένος,περιορισμένος,ειδικευμένος,τεχνικός,οριοθετημένο,περιορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,κατάλληλος,επιλεκτικός
unspecialised => μη εξειδικευμένος, unspeakably => Ανεκλάλητος, unspeakable => ανέκφραστος, unspeak => μιλά, unsparingly => ανηλεώς,