FAQs About the word tosspots

τεμπέληδες

drunkard, sot

Αλκοολικοί,μεθυσμένοι,αλκοολικοί,Πότες,Πότηδες,διψομανείς,πότες,Μέθυσοι,Μεθυσμένοι,αποχυμωτές

Αποχές,Μη πότες,Εγκρατείς,εγκρατείς,Αποχή

tossing one's cookies => Τσιμπούσι, tossing (down or off) => Ρίξιμο (κάτω ή έξω), tossed one's cookies => έκανε τάραμα τα μπισκότα, tossed (down or off) => πέταξε (κάτω ή μακριά), toss one's cookies => Εμετός.,