Greek Meaning of reckoned
υπολογίστηκε
Other Greek words related to υπολογίστηκε
Nearest Words of reckoned
Definitions and Meaning of reckoned in English
reckoned (imp. & p. p.)
of Reckon
FAQs About the word reckoned
υπολογίστηκε
of Reckon
υπολογισμένος,εκτιμώμενος,απεικονιζόμενο,μαντεμένο,έκανε,υποτίθεται,ονομαζόμενος,κατέληξε,υποθετικό,μετρημένος
μετρημένος,βαθμονομημένα,υπολογισμένος,κλιμακωτό,δούλεψε
reckon => πιστεύω, recklessness => απερισκεψία, recklessly => απερίσκεπτα, reckless => απερίσκεπτος, recking => απερίσκεπτος,