Greek Meaning of gauged

μετρημένος

Other Greek words related to μετρημένος

Definitions and Meaning of gauged in English

Webster

gauged (imp. & p. p.)

of Gauge

Webster

gauged (p. a.)

Tested or measured by, or conformed to, a gauge.

FAQs About the word gauged

μετρημένος

of Gauge, Tested or measured by, or conformed to, a gauge.

υπολογισμένος,εκτιμώμενος,απεικονιζόμενο,καταδικασμένος,ονομαζόμενος,υποθετικό,μαντεμένο,έκανε,τοποθετημένος,βάζω

μετρημένος,βαθμονομημένα,υπολογισμένος,κλιμακωτό,δούλεψε

gaugeable => μετρήσιμος, gauge boson => Βοσόνιο βαθμωτής συμμετρίας, gauge => μετρητής, gauffre => Βάφλα, gauffering iron => Βαφλιέρα,